- πανόψιος
- παν-όψιος (ὄψις): before the eyes of all, Il. 21.397†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πανόψιος — ον 1. ο ορατός από όλους («αὐτὴ δὲ πανόψιον ἔγχος ἑλοῡσα», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που βλέπει τα πάντα («πανόψιον ὄμμα προσώπου», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὄψις (πρβλ. κατ όψιος)] … Dictionary of Greek
πανόψιον — πανόψιος all seen masc/fem acc sg πανόψιος all seen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανόψια — πανόψιος all seen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek